- εἰρεσία
- εἰρεσία1 rowing
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχεῖαν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχεῖαν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰρεσία — εἰρεσίᾱ , εἰρεσία rowing fem nom/voc/acc dual εἰρεσίᾱ , εἰρεσία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίᾳ — εἰρεσίαι , εἰρεσία rowing fem nom/voc pl εἰρεσίᾱͅ , εἰρεσία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρεσία — η (AM εἰρεσία) κωπηλασία αρχ. 1. ορμητική παλινδρομική κίνηση, συνεχόμενη γρήγορη κίνηση 2. το σύνολο τών κωπηλατών 3. το κουπί 4. στον πληθ. οι πάγκοι τών κωπηλατών … Dictionary of Greek
εἰρεσίας — εἰρεσίᾱς , εἰρεσία rowing fem acc pl εἰρεσίᾱς , εἰρεσία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίαι — εἰρεσία rowing fem nom/voc pl εἰρεσίᾱͅ , εἰρεσία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίαν — εἰρεσίᾱν , εἰρεσία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσιῶν — εἰρεσία rowing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίαις — εἰρεσία rowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίη — εἰρεσία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίην — εἰρεσία rowing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεσίης — εἰρεσία rowing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)